Σάσα Σταμάτη: «Είχα να κοιμηθώ 3 μήνες, είχα ένα βάρος στο στήθος που δεν έφευγε με τίποτα»

sasa-2-250x250.png

Στην εκπομπή “Live News” και στον Νίκο Ευαγγελάτο, μίλησε η Σάσα Σταμάτη.

Η δημοσιογράφος αναφέρθηκε στις δύσκολες στιγμές που βίωσε μετά τον θάνατο του πατέρα της και στη βοήθεια που αναγκάστηκε να ζητήσει από ειδικό.

«Τώρα είμαι στα καλύτερά μου γι’ αυτό και αποφάσισα να κάνω αυτό το outing. Η ιστορία ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια, όταν ξεκίνησα να έχω προβλήματα ύπνου. Είχα να κοιμηθώ τρεις μήνες, οπότε κάτι έπρεπε να γίνει, όπως καταλαβαίνεις. Τότε ξεκίνησα να πάω σε κάποιον ψυχίατρο, να ζητήσω βοήθεια για να μπορώ να κοιμηθώ, γιατί αν δεν κοιμηθείς πόσο θα αντέξεις; Δεν μπορούσα άλλο. Τότε είχα σταματήσει και την τηλεόραση, είχα πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο, δεν κουραζόμουν, δεν δούλευα πολύ και δεν κοιμόμουν τα βράδια, γιατί εγώ είχα συνηθίσει άλλα ωράρια ως δημοσιογράφος.

Ξεκινήσαμε με τον ύπνο. Το ρύθμισα, μια χαρά όλα και ταυτόχρονα ξεκίνησα και ψυχολόγο. Έγιναν πολλές αλλαγές από γιατρούς γιατί πρέπει να βρεις κάποιον να κουμπώσεις, γιατί υπάρχει περίπτωση να πέσεις σε γιατρό και να σε κάνει φυτό, να σε καταστρέψει», είπε η Σάσα Σταμάτη και συνέχισε:

«Ένα πρωί ξύπνησα και είχα μουδιάσει, πονούσε το κεφάλι μου και είχα ταχυπαλμίες. Λέω “μαμά, πάω στο Θριάσιο” και πήγα με τις πιτζάμες. Δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Ο καρδιολόγος μου είπε ότι έχω ταχυπαλμίες και στη συνέχεια μου έδωσαν κάτι φάρμακα και επανήλθα. Ήταν μια ερωτική απογοήτευση αυτό Νίκο μου. Μετά ξαναπήγα ένα βράδυ είχα ταχυπαλμίες, με είδε η γιατρός μου λέει έχει πολύ άγχος πρέπει να χαλαρώσεις. Πήγα ξανά πρόσφατα γιατί είχα στο στήθος ένα βάρος. Δεν έφευγε με τίποτα».

Όσον αφορά την απώλεια του πατέρα της η Σάσα Σταμάτη, ανέφερε: «Τώρα, επειδή το δούλεψα, δεν κουβαλάω την απώλεια του πατέρα μου. Δεν είναι όπως πριν γιατί το πήρα πάνω μου όλο το θέμα. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας άνθρωπος αυτοδημιούργητος, είχε γερανούς και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα δόξα τω Θεώ. Κάποια στιγμή δεν του πήγε καλά κάτι στη δουλειά και έπεσε σε κατάθλιψη. Δεν δώσαμε όμως πολύ σημασία τότε γιατί δεν ξέραμε και πολλά τότε. Κλείστηκε στο σπίτι και δεν έβγαινε έξω. Μια μέρα όμως ξαφνικά άρχισε να είναι σε μανία. Δηλαδή υπερβολική χαρά, υπερβολική όρεξη για ζωή, υπερβολικά τα πάντα! Σε τεράστιο βαθμό! Έφευγε από το σπίτι, έρχονταν λογαριασμοί στο κινητό, με έπαιρναν τηλέφωνο από μαγαζιά και μου έλεγαν: ελάτε πάρτε τον πατέρα σας, μάλωσε με τον Dj.

Νίκο μου, εγώ θα άφηνα τον πατέρα μου στον δρόμο; Για να πει ο κόσμος τι; Δηλαδή, αν ο πατέρας μου σκότωνε κανένα παιδάκι, τι; Θα αφήσουμε στον δρόμο τους ανθρώπους μας για να μην μας πει ο κόσμος; Ο κόσμος πάντα θα λέει. Κατ’ αρχάς ρώτησα ειδικούς και μου είπαν πως αυτό το πράγμα πρέπει να γίνει μόνο με εισαγγελική παραγγελία. Με βοήθησαν κάποιοι φίλοι, συνάδελφοι και δικηγόροι, για την διαδικασία που δεν την γνώριζα. Δεν ξέραμε όμως που ήταν οπότε τον παίρνω κάποια στιγμή τηλέφωνο και μου λέει “είμαι στην τάδε καφετέρια στην Ελευσίνα”. Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία και τους είπα πως είναι εκεί.

Νοσηλεύτηκε αρχικά στο Δρομοκαΐτειο, μετά πήγε στο Δαφνί για έναν μήνα από όπου και ήταν πολύ καλά όταν βγήκε παρά του ότι δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι είχε πρόβλημα. Ήρθε στο σπίτι, κατάθλιψη βέβαια, ήταν συνεχώς μέσα και δεν ήθελε να πάει με τίποτα στον γιατρό. Την τελευταία φορά μου είπε, “θέλω να με πας στον γιατρό” και τον πήγαμε στο Αιγινήτειο.

“Σκέφτομαι να πάω να πάρω μια καραμπίνα και να βάλω τέλος στη ζωή μου”, είπε στους γιατρούς και μας τα είπαν μετά γιατί σε εμάς δεν τα είχε πει ποτέ αυτά. Δηλαδή αν δεν είχα φροντίσει, μπορεί να είχε γίνει και αυτό.

Κάποια στιγμή αντιμετώπισε πρόβλημα άλλο και έπεφτε κάτω, ήθελε στήριξη. Η μαμά μου ήταν εκεί μέχρι την τελευταία στιγμή, από πάνω του, ούτε επαγγελματίας νοσοκόμα να ήταν. Όμως της είπα πως ήθελα να ξεκουραστεί, λόγω του ότι ήταν 83 χρονών και να τον πάμε σε ένα κέντρο αποκατάστασης. Πάμε σε αυτό το κέντρο, που θεωρείται και πολύ καλό, έδινα όλο τον μισθό μου εκεί και έπαιρνα τηλέφωνο κάθε εβδομάδα, γιατί είχε Covid οπότε δεν μπορούσαμε να πάμε να τον δούμε. “Καλά, σταθερά” μου έλεγαν κάθε εβδομάδα. Μια Κυριακή όμως χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι και μου είπαν πως δεν είναι πολύ καλά, μου τα μάσαγαν.

Τον πήγαν στην Κόρινθο και πήγα και εγώ μέσα σε δέκα λεπτά, από την Μάνδρα στην Κόρινθο μόνη μου. Μόλις είχε φτάσει εκείνη την ώρα και ο πατέρας μου με το φορείο του ΕΚΑΒ. Ήταν σαν να τον είχαν στα σκουπίδια. Του είχαν βγάλει τις μασέλες, άπλυτος, η γλώσσα του είχε κάνει πληγές, δεν κατάλαβε καν ποια είμαι. “Κυρία Σταμάτη, ο μπαμπάς σας δεν έχει νεφρά, έχει να φάει και να πιει νερό έναν μήνα”, μου είπαν οι γιατροί. Έπαθα σοκ. Μανιοκατάθλιψη είχε και άλλο προέκυψε».